- ροθώ
- -έω, Α [ῥόθος]1. θορυβώ, κάνω κρότο («ἐν ῥοθοῡντι κριβάνῳ», Αισχύλ.)2. παράγω συγκεχυμένο ήχο, εχθρικό ή οργισμένο (α. «ἀλλὰ ταῡτα καὶ πάλαι πόλεως ἄνδρες μόλις φέροντες ἐρρόθουν ἐμοί», Σοφ.β. «λόγοι δ' ἐν ἀλλήλοισιν ἐρρόθουν κακοί», Σοφ.).
Dictionary of Greek. 2013.